- μολινία
- ηβοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών τής οικογένειας αγρωστώδη.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. molinia < Juan Ignacio Μolina, επώνυμο Χιλιανού βοτανολόγου].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.